γκιφάρι

γκιφάρι
το
βλ. γοφάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γοφάρι — και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον) ονομασία τού ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. τού αρχ. γόμφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”